Ιστορική ανασκόπηση του επαγγέλματος του λογιστή στην Ελλάδα

 Μετά την απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το 1835, ο πρώτος Ελληνικός Εμπορικός Κώδικας, μια μετάφραση του γαλλικού εμπορικού κώδικα, εκδόθηκε προκειμένου να ρυθμιστεί η πρακτική της οικονομικής ζωής στην Ελλάδα. Εκατό χρόνια από τότε, το ελληνικό κοινοβούλιο ψήφισε το νόμο 2190/1920 που εισήγαγε την Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ), ο κύριος τύπος μεγάλης εταιρείας στο ελληνικό οικονομικό περιβάλλον. Ο σχηματισμός της Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ) ήταν μια αναγκαιότητα που προκλήθηκε από τις φορολογικές αρχές. Οι οικονομικές αρχές της Ελλάδας είχαν υψηλές προσδοκίες από την ΑΕ, πιστεύοντας ότι είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν φόρους και ότι οι φορολογικές αρχές θα μπορούσαν να έχουν καλύτερο έλεγχο των φορολογικών υποχρεώσεων της ΑΕ. Το λογιστικό επάγγελμα στην Ελλάδα σχετίζεται με τη δημιουργία αυτής της πρώτης επίσημης νομικής μεγάλη εταιρείας, την Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Ε.). Ο Νόμος 2190/20 (άρθρο 3) απαιτεί ότι πριν οι λογαριασμοί της εταιρείας εγκριθούν από τη γενική συνέλευση των Μετόχων, θα πρέπει να ελέγχονται από δύο τουλάχιστον ελεγκτές. Ωστόσο, παρά την αναγκαιότητα των μεγάλων εταιρειών να απασχολούν λογιστές, η περιορισμένη βιομηχανική ανάπτυξη, ο μικρός αριθμός μεγάλων εταιρειών και οργανισμών, δεν αναβάθμισε τον τομέα της λογιστικής και της ελεγκτικής. Το 1947, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο πρώτος Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων ΚΒΣ (ΦΕΚ 272/1947) ψηφίστηκε για να ρυθμίσει την πρακτική της λογιστικής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον παρόντα Κώδικα υπάρχουν μεγάλες και μικρές / μεσαίες 15 Ν 3148/2003 άρθρο 7 επιχειρήσεις στην Ελλάδα με την υποχρέωση να τηρούν λογιστικά βιβλία. Υπήρχαν τέσσερις κατηγορίες των βιβλίων. Η μεγαλύτερη κατηγορία των βιβλίων ήταν για τις μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες (ΑΕ) και οργανισμούς (μεγαλύτερες, σύμφωνα με τον κύκλο εργασιών τους). Επιπλέον, οι μεγάλες επιχειρήσεις είχαν την υποχρέωση να τηρούν λογιστικά βιβλία σύμφωνα με τη διπλογραφική μέθοδο. Τηρούσαν τα λογιστικά βιβλία κυρίως για να συμμορφωθούν με τη φορολογική νομοθεσία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, για τη χρήση των λογιστικών πληροφοριών με σκοπό τη λήψη αποφάσεων. Οι χαμηλότερες κατηγορίες, η πρώτη / δεύτερη / τρίτη, ήταν για τις μικρές επιχειρήσεις, αυτοαπασχολούμενοι κλπ. Οι μικρότερες επιχειρήσεις ήταν υποχρεωμένες να τηρούν βιβλία, λόγω του ελληνικού φορολογικού νόμου (Κ.Β.Σ.). Αυτές οι νέες οικονομικές ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις δημιουργούν την πραγματική ανάγκη για τις επιχειρήσεις να απασχολούν λογιστές. Από το 1947 μέχρι το 1956 υπήρχαν πολλές μικρές αλλαγές στον ΚΒΣ (διάταγμα 578/1948, το διάταγμα 25/1952, το διάταγμα 116/1956) και την εισαγωγή ενός νέου οικονομικού δικαίου (3195/1955). Το νομοθετικό διάταγμα 3320/55 εισήγαγε τη δεύτερη μεγάλη είδους ελληνική εταιρεία, την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή ΕΠΕ και το Σώμα Ορκωτών Λογιστών (ΣΟΛ) στο ελληνικό εταιρικό δίκαιο. Η ευθύνη των ελεγκτών ήταν να ελέγχει και να εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών (ΑΕ). Προκειμένου κάποιος να χαρακτηριστεί ως ελεγκτής θα έπρεπε να είχε πτυχίο πανεπιστημίου, έντεκα χρόνια εμπειρίας στο ΣΟΛ και επιτυχία σε εξαιρετικά δύσκολες εξετάσεις. Τα μέλη του ΣΟΛ απόλαυσαν μια πολύ υψηλή κοινωνική θέση (Ballas, 1994). Κατά την ίδια περίοδο (1956), ένα άλλο σώμα είχε δημιουργηθεί, η Ομοσπονδία των Ελλήνων Λογιστών. Τα μέλη της Ένωσης δεν υπερέβαιναν το είκοσι τοις εκατό των ελλήνων λογιστών (κυρίως μη-ορκωτών λογιστών). Δύο χαρακτηριστικά φαίνεται να είναι τα κομβικά σημεία στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του επαγγέλματος στην Ελλάδα. Αυτά τα δύο σημεία είναι: (1) οι έλληνες λογιστές της εποχής εκείνης δεν ασχολούνταν με τις λογιστικές δραστηριότητες που ασχολούνται σήμερα οι λογιστές. Είχαν εμπλακεί με μια σειρά από δραστηριότητες που σχετίζονται με εμπορικές εργασίες και ένα πολύ απλό τύπο της λογιστικής. (2) η δημιουργία του ΣΟΛ και η εμφάνιση της επίσημης ελεγκτικής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ένα μεγάλο μέρος των ξένων κεφαλαίων εισήλθε στην Ελλάδα. Πήρε τη μορφή εξωτερικής βοήθειας για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας μετά το Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τα τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου. Κυρίως μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ θα γίνουν επενδύσεις άμεσα στη βιομηχανία ή σε μεγάλες αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες. Το 1962 ήταν η πρώτη χρονιά που η συμμετοχή του βιομηχανικού τομέα στο ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερη από αυτή της γεωργίας και από τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα η εκβιομηχάνιση της Ελλάδας ήταν σε καλό δρόμο (Mouzelis, 1978). Δεδομένου ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα ήταν σε εξέλιξη, νέοι εταιρικοί και φορολογικοί νόμοι (διάταγμα 238/1967, το διάταγμα 4/1968, το διάταγμα 406/1974, Π.Δ. 99/1977) εμφανίζονται οι οποίοι πλήττουν περαιτέρω το λογιστικό επάγγελμα και περιπλέκουν τις λογιστικές εργασίες. Ωστόσο, αυτό που άλλαξε τη λογιστική πρακτική των ελληνικών επιχειρήσεων και το λογιστικό επάγγελμα ήταν το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο (ΕΓΛΣ). Οι προσπάθειες για την προετοιμασία και την έγκριση του Λογιστικού Σχεδίου διήρκεσε σχεδόν τρεις δεκαετίες (Ballas, 1994). Αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα είδος ΕΓΛΣ χρησιμοποιούσαν κάποιες μεγάλες και σημαντικές επιχειρήσεις (ΠΥΡΚΑΛ Α.Ε., ΛΑΡΚΟ Α.Ε., ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ Α.Ε. ETC) στην Ελλάδα πολύ πριν από την αποδοχή του ΕΓΛΣ ως Ελληνικό Δίκαιο. Τον Σεπτέμβριο του 1981, το πλήρες κείμενο του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου δόθηκε στη δημοσιότητα. Ο σκοπός του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου αναφερόταν σαν ένας κοινός μηχανισμός και μια κοινή γλώσσα για την επικοινωνία όχι μόνο μεταξύ των διοικούντων και των διοικούμενων, αλλά μεταξύ των οικονομικών οργανώσεων και των εμπορικών ενώσεων. Επίσης αναφέρεται πως σκοπός του ήταν οι θετικές επιπτώσεις από τη χρήση του να πάνε πολύ πέρα από τα εθνικά σύνορα. Κύρια φιλοδοξία ήταν η συμβολή τους στην οικονομική ενότητα της Ευρώπης, με την εξασφάλιση της δυνατότητας αξιόπιστων συγκρίσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο (ΕΓΛΣ) θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα για το έτος 1980, αλλά ήταν αδρανές μέχρι το 1990. Αρχικά, μόνο ορισμένα τμήματα του Ελληνικού Σχεδίου που αφορούσαν την χρηματοοικονομική πληροφόρηση ήταν υποχρεωτικά. Ο Νόμος 1882/90 έκανε το Λογιστικό Σχέδιο υποχρεωτικό για τις εταιρείες που ελέγχονται από μέλη του ΣΟΛ, από την 1η Ιανουαρίου 1991. Η ίδρυση του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου από τις ελληνικές επιχειρήσεις είχε ως αποτέλεσμα να λύσει κάποια αμφιλεγόμενα θέματα όπως η αναρχία και η αυθαιρεσία στις λογιστικές πρακτικές, η αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης και, τέλος, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία για επιχειρηματικές πληροφορίες και στοιχεία που έφταναν στην ελληνική δημόσια οικονομικών υπηρεσιών. Μια άλλη σημαντική νομοθεσία, το Προεδρικό Διάταγμα 186/92, ψηφίστηκε το 1992, γνωστό ως «Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων». Ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων παρουσιάζει με εκτενείς λεπτομέρειες το πώς μεγάλες εταιρείες, ατομικές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι πρέπει να τηρούν λογιστικά βιβλία για φορολογικούς σκοπούς (Ballas, 1994). Σύμφωνα με αυτή την φορολογική νομοθεσία, το Λογιστικό Σχέδιο κατέστη υποχρεωτικό για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, με κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από 1.000.000 ευρώ (όπως σήμερα). Το διάταγμα επηρέασε περαιτέρω το έργο των λογιστών. Παρά την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα μέχρι πρόσφατα (1977) το λογιστικό επάγγελμα ήταν ένα ανοιχτό επάγγελμα, χωρίς νόμους που να περιορίζουν την είσοδο στην άσκηση της λογιστικής. Οι έλληνες λογιστές δεν έπρεπε να έχουν κανένα τίτλο σπουδών και ο καθένας μπορούσε να είναι ένας λογιστής ανεξάρτητα από το επίπεδο της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής εμπειρίας τους. Οι Λογιστές από τότε μέχρι και σήμερα χρησιμοποιούνται από τις μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες ή εταιρείες παροχής υπηρεσιών και από την κυβέρνηση, όπου υπάρχουν μεγάλα καλά οργανωμένα λογιστήρια. Επίσης, ορισμένοι λογιστές λειτουργούν τα δικά τους λογιστικά γραφεία και τηρούν τα βιβλία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και υπογράφουν τις ετήσιες εκθέσεις ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Μερικοί λογιστές οι οποίοι είναι σε μισθωτή απασχόληση τηρούν επίσης το δικό τους γραφείο κρατώντας λογιστικά βιβλία επιχειρήσεων. Η περίοδος μετά το 1990 αποτελεί ίσως την πιο σημαντική περίοδο στη δημιουργία επαγγέλματος του λογιστή. Το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας (Ο.Ε.Ε. Νόμος 1100/1980) περιορίστηκε στην παροχή συμβουλών προς την ελληνική κυβέρνηση σχετικά με οικονομικά θέματα. Οι δικαιοδοσίες του Ο.Ε.Ε. να αναλάβουν τη ρύθμιση των θεμάτων που σχετίζονται με τα οικονομικά επαγγέλματα επικυρώνεται από το Προεδρικό Διάταγμα 475/1991 (βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 6 του νόμου 1100/1980) με τον τίτλο «Σχετικά με την απασχόληση των οικονομολόγων και τα επαγγελματικά δικαιώματα». Το Ο.Ε.Ε. συμπεριέλαβε το επάγγελμα του λογιστική και του φοροτέχνη λογιστή στα επαγγέλματα που σχετίζονται με οικονομικά και έθεσε τις δικαιοδοσίες του Ο.Ε.Ε. (άρθρο 1, παράγραφοι 2, 4, 5 και 7 του Π.Δ. 475/1991). Όλοι οι ορκωτοί λογιστές είναι υποχρεωμένοι από το νόμο να εγγραφούν στο Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας. Το επόμενο σημαντικό βήμα για την επαγγελματοποίηση των λογιστών ήταν η θεσμοθέτηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων για την άσκηση όλων των Οικονομικών επαγγελμάτων. Ένα χρόνο αργότερα, το 1992, το Προεδρικό Διάταγμα (186/1992) αλλάζει τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) που επηρέασε το έργο του Έλληνα λογιστή. Σύμφωνα με το διάταγμα (άρθρο 29, παράγω. 3) οι ετήσιες εκθέσεις των εταιρειών με κύκλο εργασιών ανά έτος πέραν 200.000.000 δρχ. ελληνικά (περίπου 586,941ευρώ), να υπογράφονται από όσους κατέχουν άδεια που εκδίδεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο, σύμφωνα με το ΠΔ 475/1991 (άρθρο 2). Αυτό σημαίνει ότι μόνο λογιστές που ήταν απόφοιτοι των Οικονομικών Σχολών ή από τα Τμήματα Λογιστικής των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ), με τουλάχιστον πέντε χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας λογιστικής έχουν το δικαίωμα να υπογράφουν τις οικονομικές καταστάσεις των μεγάλων επιχειρήσεων. Τον Ιούλιο του 1997, ο νόμος του Ελληνικού Κοινοβουλίου 2515/1997 «Πρακτικές του επαγγέλματος του Λογιστή/Φοροτεχνικού, Λειτουργίες ελέγχου και άλλες διατάξεις» πέρασε και ρυθμίζεται επίσης το ελληνικό λογιστικό επάγγελμα. Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, οι υπηρεσίες λογιστικής και φορολογικής ασκούνται από τους αποφοίτους των Σχολών και των Τμημάτων Οικονομικών Επιστημών και Λογιστικής σε επίπεδο πανεπιστημίου, και από τους απόφοιτους των συγκεκριμένων τμημάτων των ΤΕΙ. Οι λογιστικές πρακτικές προϋποθέτουν άδεια από το Οικονομικό Επιμελητήριο. Το 2002, με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη πολλά πράγματα άλλαξαν στο λογιστικό επάγγελμα. Εταιρείες ή άτομα με κύκλο εργασιών 1.000.000 ευρώ ανά έτος ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν λογιστικά βιβλία (διπλογραφική μέθοδος). Την επόμενη χρονιά (2003) υπήρξε ρύθμιση για τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης) και την Εταιρική Διακυβέρνηση. Ο κανονισμός (3016/03) δημιουργεί αλλαγές για τις μεγάλες επιχειρήσεις (εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών). Ο νόμος αυτός γέννησε τα τμήματα της ελεγκτικής. Όλα τα παραπάνω διατάγματα, πράξεις, φορολογικοί και εταιρικοί νόμοι, η εισαγωγή της πληροφορικής στην ελληνική επιχείρηση και η παγκοσμιοποίηση των επιχειρήσεων έχουν αλλάξει τον προσανατολισμό και τις απαιτήσεις των λογιστών στην Ελλάδα (Tourna and Kapadaidakis, 2006). 

ΤΜΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ Παράγοντες προσδιορισμού των γνωστοποιήσεων σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Π μέσω των λογιστικών καταστάσεων στην επιστήμη της λογιστικής Γαλάνη Δέσποινα Διδακτορική Διατριβή (υποβλήθηκε στο Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βρείτε τη δημόσια υπηρεσία που θέλετε εύκολα και γρήγορα

Χρήστος Χριστοφής
Υπηρεσίες Οργανωμένων Γραφείων Τήρησης Λογιστικών Βιβλίων

Τ 69 065 19 712
E info@christoschristofis.eu

IRIS: 078845451